αριθμούμαι

αριθμούμαι
αριθμούμαι, αριθμήθηκα, αριθμημένος βλ. πίν. 74

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀριθμοῦμαι — ἀριθμέω number pres ind mp 1st sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προδιαριθμούμαι — έομαι, Α αριθμούμαι από τα πριν. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διαριθμοῦμαι «μετριέμαι, ταξινομούμαι με αρίθμηση»] …   Dictionary of Greek

  • προεξαριθμούμαι — έομαι, Α αριθμούμαι, υπολογίζομαι προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐξαριθμῶ «αριθμώ, λογαριάζω»] …   Dictionary of Greek

  • χρονολογώ — χρονολόγησα, χρονολογήθηκα, χρονολογημένος 1. ορίζω τη χρονολογία ενός γεγονότος ή εγγράφου. 2. το μέσο, χρονολογούμαι σημαίνει καθορίζομαι χρονολογικά, υπάρχω από ορισμένη εποχή, αρχίζω να αριθμούμαι από ορισμένη εποχή: Αυτό χρονολογείται από… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”